- αντιποίηση
- Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού λειτουργήματος. Με την ψεύτικη αυτή ιδιότητα ασκεί την αντίστοιχη υπηρεσία. Η νομολογία έχει δεχτεί ότι στην έννοια αυτού του αξιόποινου αδικήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, περιλαμβάνεται και η απλή εκτέλεση πράξης δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής χωρίς αυτός που ενεργεί να εμφανίζεται ως φορέας δημόσιας εξουσίας· α. υπάρχει και όταν ενεργηθεί πράξη από αναρμόδιο καθ’ ύληυπάλληλο. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτείται δόλια προαίρεση.
* * *η (Α ἀντιποίησις)νεοελλ.φρ.1. «αντιποίηση υπηρεσίας»α) παράνομη άσκηση δημόσιας υπηρεσίας από κάποιον που δεν έχει νόμιμο διορισμόβ) πράξη δημόσιου υπαλλήλου η οποία υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του2. «αντιποίηση στολής, παρασήμου ή τίτλου» — το αδίκημα κατά το οποίο κάποιος φορά στολή ή άλλο διακριτικό σημείο κρατικού ή θρησκευτικού λειτουργού χωρίς να το δικαιούταιαρχ.1. προβολή αξιώσεων για κάποιο πράγμα2. σπουδή, άσκηση σε κάποιο πράγμα.
Dictionary of Greek. 2013.